- Γοργόνιον
- Γοργόνιον, τό,A = ἠρύγγη, Ps.-Dsc.3.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Γοργόνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργονίοις — Γοργόνιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργονίου — Γοργόνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργονίῳ — Γοργόνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ро Персея — Горгонеа Терция Звезда Наблюдательные данные (Эпоха J2000,0) Прямое восхождение … Википедия